Επίλογος

Τα ποιήματα γίναν πουλιά, κάτασπρα περιστέρια.
Χαίρονται ελεύθερα να ζουν στον αδελφών τα χέρια.

Μην ψάξεις ποιος τα έγραψε, έπαινο μην του δώσεις,
Άλλος δίνει το χάρισμα, αίνο σ' Αυτόν να δώσεις.

Στα χέρια του τα τρυφερά άφησα την καρδιά μου,
Και 'κείνη τον ευγνωμονεί μέσα απ' τα ποιήματά μου!!

ΜΑΝΟΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Γυρεύοντας το Όνειρο

Πολλά ταξίδια έκανα εγώ μες τη ζωή
ελπίζοντας μια μέρα να πιάσω κορυφή
Ένα ταξίδι απ’τα πολλά μέσα στο ποίημα αυτό
θα ηθελα σε όλους να το διηγηθώ
Ταξίδι αν είναι πραγματικό ή είν’ στη φαντασία
Αυτό πιστέψτε με για σας δεν έχει σημασία!
Νοέμβρης μήνας ήτανε φθινόπωρο θαρρώ
Για ώρες οδηγούσα σ’ ένα ψηλό βουνό
Βγαίνοντας απο μια στροφή θυμάμαι ότι είδα,
Γραμμένο το υψόμετρο σε μία πινακίδα
Πάνω απο 800 ,έγραφε ήταν μέτρα
Έλατα και άγριες καστανιές ήταν τα μόνα δέντρα
Μια γέφυρα διεσχιζε ένα τραχύ φαράγγι
Να το θαυμάσω απο κοντά ένιωσα την ανάγκη
Τ’ αμάξι μου σταμάτησα, σβήνω τη μηχανή,
Το θέαμα αποθανάτισα στη φωτογραφική
Το ταξίδι μου συνέχισα μα ένοιωθα κουρασμένος
Απο ανηφόρες και στροφές ήμουν εξαντλημένος
Μια πινακίδα έγραφε μπροστά μου πως θα βρω
Σε 20 χιλιόμετρα ένα ορεινό χωριό
Θυμάμαι πόσο είχα χαρεί μπαίνοντας στο χωριό
Έφθανε η ώρα πιστευα, για να ξεκουραστώ
Ο δρόμος ήταν πλακόστρωτος μα παραμελημένος,
Στο θεαμα που αντίκρισα ένοιωσα ξαφνιασμένος.
Κανένα τζάκι δεν έδειχνε να είναι αναμμένο
Έμοιαζε χρόνια το χωριό να ‘ναι εγκατελειμένο.
Βγαίνοντας απ’ τ’ αμάξι μου γεμάτος απορία
Έφθασα περπατώντας στην έρημη πλατεία.
Δέσποζε επιβλητικά ο πλάτανος στο κέντρο
Έδειχνε να ‘τανε πολλών, ετών αυτό το δέντρο.
Τα μαγαζιά για χρόνια έδειχναν κλειδωμένα
Και τα λουκέτα στα ρολά ήτανε σκουριασμένα.
Τα σπίτια ήταν πέτρινα και είχανε αυλές
Μα οι φράχτες είχαν πέσει και οι πόρτες ανοιχτές.
Στάθηκα σ’ ένα δίπατο που ‘μοιαζε αρχοντικό

Πάνω απ’ την πόρτα έγραφε 1908.
Πιο πάνω ένα κτίριο έμοιαζε με σχολείο
Απέναντι ο φούρνος δίπλα σ’ ένα κουρείο.
Έξω απο ένα σπίτι, μισογκρεμισμένο
Μια άμαξα παρατηρώ με ξύλο σκαλισμένο.
Ένα άλλο σπίτι είχε την πόρτα ανοιχτή
Την προσοχή μου τράβηξε κάτι που είδα κει.
Βραβεία κρεμασμένα υπηρχανε στους τοίχους
Κι ένας σωρος βιβλία μ’ εκατοντάδες στίχους.
Περνώντας μέσα πρόσεξα μία βιβλιοθήκη
Μα ένα βιβλίο έλειπε διπλό απο μια θήκη
Το ταμπελάκι έγραφε «Παλιά Καινή Διαθήκη»
Σ’ ένα στενάκι έστριψα ψάχνοντας για να δω
Κάποιον που θα μπορούσα να συννενοηθώ.
Ίδια εικόνα και εδώ σπίτια εγκατελειμένα
Κάποια είν’ ετοιμόρροπα και κάποια κλειδωμένα.
Μου φάνηκε περίεργο άνθρωπο να μη βρω,
Και σκέφτηκα στ’ αμάξι μου ότι θα κοιμηθώ.
Μα όπως κατηφόριζα κι έφτανα στην πλατεία,
μια μπόρα ξέσπασε γοργά με τρομερή μανία.
Κάτω απο ένα υπόστεγο κατάφερα να μπω,
απο τη δυνατή βροχή για να προστατευτώ.
Πάνω στον τσίγγο η βροχή θύμιζε χορωδία,
με νότες φάλτσες, αταίριαστες, σε κάποια συναυλία!
Τα σύννεφα ακουμπήσανε θαρρείς πάνω στη γη,
Και η ομίχλη έγινε σαφώς πιο φανερή!
Μες την πυκνή ομίχλη, φάνηκε αμυδρά,
Μια σιλουέτα ανδρική ,αργά να περπατά.
Δεν φόραγε αδιάβροχο,ομπρέλα δεν κρατούσε,
Ενώ η βροχή δυνάμωνε, αργά αυτός προχωρούσε.
Καθώς πλησίασε κοντά είδα πως ήταν γέρος
Και σκέφτηκα ο δυστυχής πως ήταν σαλεμένος!
Στο ένα χέρι κράταγε ένα παλιό βιβλίο ,
Και κάτω απ’ το υπόστεγο βρεθήκαμε κι οι δύο.
Στο άλλο χέρι κράταγε ο γέρος κομπολόι,
Κι έλεγε χαμηλόφωνα κάτι σαν μοιρολόι.
Ενώ τον χαιρετούσα, κάθησε καταγής.
Μου είπε «σώπα κι άκουσε το τραγούδι της βροχής».
Τα δυο του μάτια πρόσεξα πως ήτανε θολά,
Τα λόγια του στ’ αυτιά μου ακούγονται σοφά!

Πούθε μου ‘πε κατάγεσαι και πες μου πού πηγαίνεις;
Το δύσβατο αυτό βουνό γιατί το ανεβαίνεις;
Να φτάσω όσο πιο ψηλά θυμάμαι είπα στο γέρο
Και θα ‘κανα οτιδήποτε για να τα καταφέρω!
Πραγματικότης έγινε τ’ όνειρο μιας ζωής!
Ο γέρος μου ‘πε έγινες κάτοικος κορυφής!
Ελάχιστοι κατάφεραν να φτάσουν ως εδώ.
Γι αυτό δεν έχει κόσμο ετούτο το χωριό.
Τα ίδια όνειρα με σε είχανε και σκοπό,
Αυτοί που ‘ρθαν και χτίσανε τα σπίτια τους εδώ.
Πιστέψαν ότι βρέθηκαν στο κέντρο όλης της γης
Τα όνειρά τους έκαναν παλάτια εποχής!
Μα αμπέλια κι αν φυτέψανε,κι απόκτησαν αγρούς
Πουλια κι αγρίμια γεύονται για χρόνια τους καρπούς!
Άνθρωποι μορφωμένοι κα με φιλοδοξίες,
Μα είχαν στη ζωή τους κάποιες άλλες αξίες!
«Πού πήγανε οι κάτοικοι» ρώτησα «του χωριού»;
Πιστευοντας πως έφυγαν και ζουν κάπου αλλού.
Πιο κάτω μου ‘πε ο γέρος, είναι συγκεντρωμένοι
Δεν είναι όμως όρθιοι, είν’ όλοι ξαπλωμένοι!
Έμοιαζε να σταμάτησε ο χρόνος στο μυαλό μου!
Το γέρο ετούτο σκέφτηκα θα ‘χω συγχωριανό μου!
Μου ‘πε πως γράφει στίχους και είναι ποιητής
Και τον εμπνέει πάντα το τραγούδι της βροχής.
Ρωτώ το γέρο να μου πει τ’ όνομα του χωριού,
Μήπως εγώ μπερδευτηκα και βρέθηκα αλλού.
Διπλή μου είπε το χωριό έχει ονομασία,
Απο παλιά το γράφανε τα ιερά βιβλία.
Αυτοί που ζουν στα χαμηλα το λένε Ευτυχία.
Για τους κατοίκους του χωριού έχει άλλη ονομασία.
Στον Εκκλησιστη μου άνοιξε ο γέρος το βιβλίο,
Στο πρώτο το κεφάλαιο και το εδάφιο δύο.
Ο γέρος μου ‘πε «αν ήσουνα της Βιβλου αναγνώστης,
θα γνώριζες την κορυφή τη λένε Ματαιότης»!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου