Επίλογος

Τα ποιήματα γίναν πουλιά, κάτασπρα περιστέρια.
Χαίρονται ελεύθερα να ζουν στον αδελφών τα χέρια.

Μην ψάξεις ποιος τα έγραψε, έπαινο μην του δώσεις,
Άλλος δίνει το χάρισμα, αίνο σ' Αυτόν να δώσεις.

Στα χέρια του τα τρυφερά άφησα την καρδιά μου,
Και 'κείνη τον ευγνωμονεί μέσα απ' τα ποιήματά μου!!

ΜΑΝΟΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Κραταιός Ποιητής

Τον πιο σπουδαίο ποιητή έτυχε να γνωρίσω,
Την ευκαιρία άδραξα κι είπα να τον ρωτήσω.
Που βρήκε εκείνος έμπνευση ποιήματα να γράφει
μα και για το ψευδώνυμο που σε όλα υπογράφει.

Το κάθε ένα ποίημα του είναι και έργο τέχνης
Δεν είναι μόνο ποιητής είναι κι αριστοτέχνης.
Δέος μεγάλο ένιωσα κι είχα ταχυκαρδία
Μα σκέφτηκα ίσως δεν δοθεί ξανά η ευκαιρία.

Μιλώντας στον πληθυντικό συστήθηκα εγώ
Μα εκείνος είναι προσιτός ζητάει ενικό.
Αισθάνθηκα υπέροχα φτερούγισε η καρδιά μου
Όταν μου είπε είχε δει όλα τα ποιήματά μου.

Μπρος τα δικά σου ποιήματα μοιάζουν φτωχά στιχάκια
Αυτά που γράφω του ‘πα εγώ, πως είναι ποιηματάκια.
Η ποίηση μου έδειξε κρύβει ευαισθησία
Μα και για το ψευδώνυμο μου λύθηκε η απορία.

Η λέξη που υπέγραφε σ’ όλα τα ποιήματα του
Ήτανε η αγάπη του που έχει στην καρδιά του.
Του είπα πως εμπνέομαι από τα ποιήματά του
Δόξα, ο αίνος κι η τιμή είναι για τ’ όνομά του.

Θερμά τον παρακάλεσα για να μου υποδείξει
Πως θαν’ το ποίημα όμορφο, και είπε θα μου δείξει.
Τα ποιήματά σου φρόντισε έγχρωμα πάντα να΄ναι
Ελπίδα και χαμόγελο για κείνους που πονάνε.
Να ΄ναι οι στίχοι τους λευκοί σαν μία χούφτα χιόνι
Τον διψασμένο ξεδιψά όταν εκείνο λειώνει.

Βάλε γαλάζιο τ’ ουρανού, μα και το φως του φεγγαριού,
Για να ‘ναι φωτισμένο, να δίνει αναζωογόνηση στον ταλαιπωρημένο.
Βάλε απ’ τα πεύκα πράσινο, δροσιά απ’ τα πλατάνια
Στις κουρασμένες τις καρδιές να δίνουνε ζωντάνια.

Βάλε και ήχους όμορφους, φωνές από αηδόνια
Να διαλαλούν πλησίασαν τα πιο ωραία χρόνια.
Βάλε ανθούς αμυγδαλιάς σε μέρα που χαράζει
Να γίνουν βάλσαμο καρδιάς σ’ όποιον αναστενάζει.

Βάλε κι απ΄ το ουράνιο τόξο τα χρώματά του
Κι απ’ το ηλιοβασίλεμα όλη την ομορφιά του.
Αύρα βάλε απ’ τη θάλασσα και ήχο του γιαλού
Χαμόγελο θα γίνουν χήρας και ορφανού.

Από το ζουμπούλι άρωμα βάλε να ευωδιάζει
Να ταξιδεύει το μυαλό εκείνου που διαβάζει.
Για κείνον που διόρισα, μου ‘ πε, τον βασιλιά
Αν θέλεις να αναφερθείς βάλε τρανή φωτιά

Το θάρρος βαλ’ του λιονταριού, το βλέμμα του γυπαετού,
Κι ίσως τα καταφέρεις, τον έφιππό μου βασιλιά
Στο ποίημα να προφέρεις.

Εσένα είπα Δημιουργέ πώς να σε περιγράψω;
Μία ανθρώπινη ζωή δεν φτάνει για να γράψω.
Το βλέμμα μου αδύνατον τον ήλιο να κοιτάξει
Τη χάρη και τη δόξα σου, το χέρι πως θα γράψει;

Η πένα μου θα εξυμνεί την κραταιότητά σου
Το στόμα πάντα θα αινεί το ένδοξο όνομά σου.
Μην λησμονήσεις άνθρωπε, μου ‘πε, και μην ξεχάσεις
Μ’ αγάπη όλα τα ποιήματα και συ να υπογράψεις.

Μ’ αγάπη ξέρεις έπλασα όλα τα πλάσματά μου
Και εσένα που είσαι η κορωνής και δημιούργημά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου