Επίλογος

Τα ποιήματα γίναν πουλιά, κάτασπρα περιστέρια.
Χαίρονται ελεύθερα να ζουν στον αδελφών τα χέρια.

Μην ψάξεις ποιος τα έγραψε, έπαινο μην του δώσεις,
Άλλος δίνει το χάρισμα, αίνο σ' Αυτόν να δώσεις.

Στα χέρια του τα τρυφερά άφησα την καρδιά μου,
Και 'κείνη τον ευγνωμονεί μέσα απ' τα ποιήματά μου!!

ΜΑΝΟΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Χαμένες Μνήμες

Μπήκα στο αμάξι μου εχθές θέλοντας να ξεφύγω
Από το άγχος της ζωής να ηρεμήσω λίγο.
Όταν αγχώνομαι αυτό το ‘χω για γιατρικό
Μια βόλτα ως τη θάλασσα ή ίσως στο βουνό.
Η μέρα απ’ το ξημέρωμα φαινότανε μουντή
Η πρόβλεψη ανέφερε πως θα ’χαμε βροχή.
Γι αυτό και αποφάσισα μη πάω μακριά,
Πήγα σ’ ένα καρνάγιο παλιό που ήταν κοντά.
Στο μόλο βάδιζα αργά κοιτώντας το τοπίο
Που θύμιζε απέραντο νεκροταφείο πλοίων.
Χρόνια εγκαταλειμμένο ποιος ξέρει το γιατί
Κουφάρια πλοίων άψυχα και νεκρική σιγή.
Μόνο οι κραυγές των γλάρων προδίδουν πανικό
Ίσως θα με περάσανε παρείσακτο, εχθρό.
Στο τέλος του μόλου ένα παγκάκι
Φθαρμένο υπήρχε απ’ τον καιρό
Κοιτώντας κάθισα πλοία και γλάρους
Μιλώντας συγχρόνως με το Θεό.
Μπροστά μου ένα πλοίο μισοβυθισμένο
Που μοιάζει για χρόνια παροπλισμένο,
Τεράστιο γκαζάδικο πολυταξιδεμένο,
Μα πλέον δείχνει άχρηστο κουφάρι σκουριασμένο.
Υπόκωφοι θόρυβοι, λαμαρίνες που τρίζουν,
Μέσα απ’ τ’ αμπάρια του μοιρολόι θυμίζουν.
Θαρρείς την παρουσία μου ένοιωθε και μιλούσε,
Εγώ το ρωτούσα κι αυτό μου απαντούσε.
Σκεφτόμουνα τις μέρες, τότε που λειτουργούσε,
Μέσα από τα ταξίδια του πόσους θα συντηρούσε.
Σίγουρα θα ’καναν μ’ αυτό κάποιοι περιουσία
Και ίσως χτίσαν όνομα τρανό στη ναυτιλία
Μα τώρα βρίσκεται εδώ, αιχμάλωτο στο χρόνο
Βυθίζεται αργά-αργά μες τη σκουριά του μόνο!

Δεν ξέρω αλήθεια να πω το γιατί,
Ανθρώπους μου θύμισε η εικόνα αυτή!
Δραστήριοι στα νιάτα τους, ίσως και μορφωμένοι,
Άνθρωποι αξιοπρεπής, μα και πετυχημένοι.
Ίσως πέρασαν μπόρες, πολέμους, κακουχία
Μα τώρα βρίσκονται βαθιά στην Τρίτη ηλικία.
Μορφές ανίας γεροντικής, που χρίζουν θεραπείας,
Αλτσχάιμερ, νόσος του μυαλού αυτής της ηλικίας.
Άνθρωποι που βυθίζονται στου νου τους το κενό,
Και δεν αναγνωρίζουνε κόρη μα ούτε γιο!
Ανίατη ασθένεια που επιπτώσεις έχει,
Στον ασθενή μα και σ’ αυτόν που ίσως τον προσέχει..
Καθώς σκεφτόμουνα αυτά και κοίταζα το πλοίο
Ομίχλη μελαγχολική σκέπασε το τοπίο.
Το βλέμμα μου στην πλώρη του, έμεινε στ’ όνομά του,
Που αμυδρά ξεχώριζε μέσα από τη σκουριά του.
Τ’ όνομα του πατέρα μου είχε το πλοίο αυτό
Και έγινε η αιτία για να συγκινηθώ!
Σηκώθηκα αργά-αργά να φύγω απ’ το λιμάνι
Κάτω απ’ των γλάρων τις κραυγές που πανικός τους πιάνει.
Μπήκα μέσα στ’ αμάξι μου κι έκανα προσευχή
Για κάθε έναν αδελφό που δυστυχώς νοσεί.
Καθώς απομακρύνθηκα απ’ το παλιό καρνάγιο
Στο νου ένα εδάφιο μου έδωσε κουράγιο.
Βρίσκεται στο προφητικό βιβλίο του ΗΣΑΙΑ
Εδάφιο εικοσιτέσσερα, κεφάλαιο τριάντα τρία
Κανένας κάτοικος της γης δεν πρόκειται να πει
Πως έχει αρρωστήσει μέσα στη νέα γη!!
Εύχομαι ανάμεσά τους να είμαστε κι εμείς
Είτε είμαστε τώρα ασθενείς μα και οι υγιείς !!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου