Επίλογος

Τα ποιήματα γίναν πουλιά, κάτασπρα περιστέρια.
Χαίρονται ελεύθερα να ζουν στον αδελφών τα χέρια.

Μην ψάξεις ποιος τα έγραψε, έπαινο μην του δώσεις,
Άλλος δίνει το χάρισμα, αίνο σ' Αυτόν να δώσεις.

Στα χέρια του τα τρυφερά άφησα την καρδιά μου,
Και 'κείνη τον ευγνωμονεί μέσα απ' τα ποιήματά μου!!

ΜΑΝΟΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Γηροκομείο η Πανσιόν

Mε κάποιον φίλο μου παλιό, που ‘χα πολύ καιρό να δω,
Απ’ όταν ήμασταν παιδιά, έκανα απόψε συντροφιά.

Ο χρόνος γύρισε αρκετά τότε που ήμασταν παιδιά
Με πληγωμένα γόνατα, μια μπάλα στη μασχάλη,
Μέσα σε σκόνης σύννεφο το γκολ ποιος θα το βάλει?

Τα σπίτια ήταν φτωχικά μα υπήρχε αγάπη στην καρδιά
Παιδιά κι οι δυο βιοπαλαιστών που‘ ταν σαφώς παλαιών αρχών.

Του είπα πως παντρεύτηκα και ζω στη Σαλονίκη
Απ’ την Αθήνα έφυγα γιατί δεν είχα σπίτι.

Δυο γιους του ‘πα απέκτησα και μία θυγατέρα
Όμως δουλεύει κι η κυρά για να τα βγάλω πέρα.

Εκείνος έγινε γιατρός , απέκτησε πτυχίο
Για να σπουδάσει οι γονείς δουλεύανε κι οι δύο.

Είπε πως τώρα έψαχνε μία «πανσιόν» να βρει,
Τη μάνα τον πατέρα του να έβαζε εκεί.

Αλήθεια σοκαρίστηκα σαν τ’ άκουσα αυτό
Τη γνώμη είπα στο φίλο μου χωρίς να τον ντραπώ.

Όπως σκοτώνουν τ’ άλογα μόλις αυτά γεράσουν
Τους δυο γονείς σ’ ιδρύματα κάποιοι θα τους πετάξουν.

Αυτοί στερήθηκαν πολλά μες τη φτωχή ζωή τους,
Στο τέλος τα κατάφεραν σπούδασαν το παιδί τους.

Του είπα αξίζουν άραγε αυτή την πληρωμή?
Θα ‘ρθεις και συ στη θέση τους έχεις και συ παιδί.

Τι κι αν το είπανε «πανσιόν», είναι γηροκομείο
Οι τρόφιμοι του έχουν παιδιά μα είν ‘ γι’ αυτά φορτίο.

Ξέρω πως είναι δύσκολο χρειάζονται φροντίδα
Μα αν τους διώξεις και εσύ δεν έχουνε ελπίδα.

Μου ‘πε εντυπωσιάστηκε από την άποψη μου
Και ευκαιρία μου ‘δωσε ν’ ανοίξω τη γραφή μου.

Του ‘δειξα πως για το Θεό έχουν μεγάλη αξία
Πως τους ανήκει ο σεβασμός γιατί έχουνε σοφία.

Δεν ξέρω αν κατάφερα να του αλλάξω γνώμη
Όμως προβληματίστηκε τον είδα να βουρκώνει.

Του έδειξα ότι η Γραφή μας έχει εκπαιδεύσει
Και οι γονείς στο σπίτι μας πάντα θα έχουν θέση!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου